πλεονασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλεονασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεονασμός (αρχαία σημασία: υπερβολή) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ple.o.naˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐ο‐να‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλεονασμός αρσενικό
- το φαινόμενο της υπερεπάρκειας, αφθονία
- (σχήμα λόγου) η ίδια σημασία με περισσότερες από μία εκφράσεις (για έμφαση ή για εκφραστικούς λόγους)
- ⮡ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: με ξέχασε και δε με θυμάται πια
- (ως γραμματικό λάθος) η ίδια σημασία με περισσότερες λέξεις ή εκφράσεις που δεν είναι απαραίτητες και χωρίς να υπάρχει πρόθεση εκφραστικότητας
- ⮡ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: πιο μεγαλύτερος, καλυτερότερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφθονία
γραμματικό λάθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλεονασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλεονασμός | οἱ | πλεονασμοί |
γενική | τοῦ | πλεονασμοῦ | τῶν | πλεονασμῶν |
δοτική | τῷ | πλεονασμῷ | τοῖς | πλεονασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | πλεονασμόν | τοὺς | πλεονασμούς |
κλητική ὦ! | πλεονασμέ | πλεονασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλεονασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλεονασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλεονασμός αρσενικό
- υπερβολική ποσότητα που δε χρειάζεται
- (ελληνιστική σημασία , σχήμα λόγου ή λάθος) πλεονασμός, επανάληψη
Πηγές
επεξεργασία- πλεονασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.