Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλεονέκτης οι πλεονέκτες
      γενική του πλεονέκτη των πλεονεκτών
    αιτιατική τον πλεονέκτη τους πλεονέκτες
     κλητική πλεονέκτη πλεονέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονέκτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλεονέκτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ple.oˈne.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλε‐ο‐νέ‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονέκτης αρσενικό (θηλυκό πλεονέκτρια & πλεονέκτρα)

  • που δεν είναι ικανοποιημένος με αυτά που έχει και επιθυμεί συνεχώς και περισσότερα, άπληστος, αχόρταγος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με πλεονεκ-, πλεονεξ-, πλεονεκτ-

→ και δείτε πλέον

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεονέκτης οἱ πλεονέκται
      γενική τοῦ πλεονέκτου τῶν πλεονεκτῶν
      δοτική τῷ πλεονέκτ τοῖς πλεονέκταις
    αιτιατική τὸν πλεονέκτην τοὺς πλεονέκτᾱς
     κλητική ! πλεονέκτ πλεονέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλεονέκτ
γεν-δοτ τοῖν  πλεονέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονέκτης < πλέον + εκ- (< ἔχω, εχ > εκ-) + -της (όπως παρόμοια λέγω - λέκτης, ψέγω - ψέκτης)
Η οικογένεια με σημασία της έκφρασης πλέον ἔχειν: πλεονέκτης - πλεονεξία - πλεονεκτέω, περιγράφεται ως εξής
  • από τον Chantraine[1], τον Μπαμπινώτη[2] και άλλους[3] ως οικογένεια του πλεονέκτης: πλέον + -έκτης (εκ- -της)
  • από τον Frisk[4] και τον Beekes ως οικογένεια του πλεονεξία απ' όπου πλεονεκτέω > παράγωγα πλεονεκτ-
    [5] [Ο Beekes για το πλέον] «ΣΥΝΘΕΤΑ. ως πρώτο συνθετικό σε σύνθετα π.χ. πλεον-εξ-ία […], πλεον-εκτέω, με -έκτημα, -έκτης, -εκτικός (ιωνικά, αττικά)
Παραβάλετε εὖ ἔχω - εὐέκτης - εὐεξία - εὐεκτέω
και κακῶς έχω - καχέκτης - καχεξία - καχεκτέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονέκτης, -ου αρσενικό

  1. αυτός που έχει περισσότερα
     συνώνυμα:πλέον ἔχων
  2. αυτός που επιθυμεί περισσότερα όπως πλεονέκτης, άπληστος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 40.1
    Ὡς μὲν οὖν αὐτοί τε μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων ἐρχόμεθα καὶ οἵδε βίαιοι καὶ πλεονέκται εἰσὶ δεδήλωται·
    Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι εμείς έχομε βάσιμα παράπονα, ενώ εκείνοι είναι βίαιοι και πλεονέκτες.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 241
    Οἷός περ ὁ λόγος ὁ διαναγνωσθείς ἐστιν, ἐν ᾧ πεποίηκας τοὺς μὲν σοὺς προγόνους εἰρηνικοὺς καὶ φιλέλληνας καὶ τῆς ἰσότητος τῆς ἐν ταῖς πολιτείαις ἡγεμόνας, Σπαρτιάτας δ᾽ ὑπεροπτικοὺς καὶ πολεμικοὺς καὶ πλεονέκτας, οἵους περ αὐτοὺς εἶναι πάντες ὑπειλήφασιν.
    Τέτοιος ακριβώς είναι ο λόγος που μας διαβάστηκε πριν από λίγο, στον οποίο έχεις παραστήσει τους προγόνους σου ειρηνικούς, φιλέλληνες και πρωτοπόρους της πολιτικής ισότητας, ενώ τους Σπαρτιάτες υπερόπτες, φιλοπόλεμους και άπληστους, τέτοιους ακριβώς που όλοι έχουν την εντύπωση ότι αυτοί είναι.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  3. υπερόπτης, αλαζόνας
  4. που κερδίζει από τα λάθη και τις αποτυχίες των αντιπάλων του

Συγγενικά επεξεργασία

με πλεονεκ-, πλεονεκτ-

→ δείτε και τη λέξη πλέον για το ετυμολογικό πεδίο' πλεον- πλειο- & ἔχω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πλείων σελ.913 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
  2. πλεονέκτης (& ετυμολογική οικογένεια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. πλεονεκτέω < πλέον + -έκ -της - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
  4. πλείων - Frisk, Hjalmar (Σουηδός), Griechisches etymologisches Wörterbuch (γερμανικά), Heidelberg: Carl Winter (1954–1972), 1960–1972
  5. πλείων σελ. 1206 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία