Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλεονεκτώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλεονεκτώ
<
αρχαία ελληνική
πλεονεκτῶ
Ρήμα
επεξεργασία
πλεονεκτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεονεκτώ
γαλλικά
:
être
(fr)
avantagé
(fr)
,
favorisé
(fr)
, en
position
(fr)
de
supériorité
(fr)