Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονεκτώ < αρχαία ελληνική πλεονεκτῶ

  Ρήμα επεξεργασία

πλεονεκτώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία