Ας ελεγχθεί αν έχει μετοχή παθητικού παρακειμένου.

Ετυμολογία

επεξεργασία

ψέγω, αόρ.: έψεξα, παθ.φωνή: ψέγομαι, π.αόρ.: ψέχτηκα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψέγω   ψέγομαι 
Παρατατικός  ἔψεγον 
Μέλλοντας  ψέξω 
Αόριστος  ἔψεξα 
Παρακείμενος  ἔψεγμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία