ψέγω
Ας ελεγχθεί αν έχει μετοχή παθητικού παρακειμένου. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpse.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψέ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαψέγω, αόρ.: έψεξα, παθ.φωνή: ψέγομαι, π.αόρ.: ψέχτηκα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψέγω | έψεγα | θα ψέγω | να ψέγω | ψέγοντας | |
β' ενικ. | ψέγεις | έψεγες | θα ψέγεις | να ψέγεις | ψέγε | |
γ' ενικ. | ψέγει | έψεγε | θα ψέγει | να ψέγει | ||
α' πληθ. | ψέγουμε | ψέγαμε | θα ψέγουμε | να ψέγουμε | ||
β' πληθ. | ψέγετε | ψέγατε | θα ψέγετε | να ψέγετε | ψέγετε | |
γ' πληθ. | ψέγουν(ε) | έψεγαν ψέγαν(ε) |
θα ψέγουν(ε) | να ψέγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έψεξα | θα ψέξω | να ψέξω | ψέξει | ||
β' ενικ. | έψεξες | θα ψέξεις | να ψέξεις | ψέξε | ||
γ' ενικ. | έψεξε | θα ψέξει | να ψέξει | |||
α' πληθ. | ψέξαμε | θα ψέξουμε | να ψέξουμε | |||
β' πληθ. | ψέξατε | θα ψέξετε | να ψέξετε | ψέξτε | ||
γ' πληθ. | έψεξαν ψέξαν(ε) |
θα ψέξουν(ε) | να ψέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψέξει | είχα ψέξει | θα έχω ψέξει | να έχω ψέξει | ||
β' ενικ. | έχεις ψέξει | είχες ψέξει | θα έχεις ψέξει | να έχεις ψέξει | έχε ψεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψέξει | είχε ψέξει | θα έχει ψέξει | να έχει ψέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψέξει | είχαμε ψέξει | θα έχουμε ψέξει | να έχουμε ψέξει | ||
β' πληθ. | έχετε ψέξει | είχατε ψέξει | θα έχετε ψέξει | να έχετε ψέξει | έχετε ψεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψέξει | είχαν ψέξει | θα έχουν ψέξει | να έχουν ψέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψέγομαι | ψεγόμουν(α) | θα ψέγομαι | να ψέγομαι | ||
β' ενικ. | ψέγεσαι | ψεγόσουν(α) | θα ψέγεσαι | να ψέγεσαι | ||
γ' ενικ. | ψέγεται | ψεγόταν(ε) | θα ψέγεται | να ψέγεται | ||
α' πληθ. | ψεγόμαστε | ψεγόμαστε ψεγόμασταν |
θα ψεγόμαστε | να ψεγόμαστε | ||
β' πληθ. | ψέγεστε | ψεγόσαστε ψεγόσασταν |
θα ψέγεστε | να ψέγεστε | (ψέγεστε) | |
γ' πληθ. | ψέγονται | ψέγονταν ψεγόντουσαν |
θα ψέγονται | να ψέγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψέχτηκα | θα ψεχτώ | να ψεχτώ | ψεχτεί | ||
β' ενικ. | ψέχτηκες | θα ψεχτείς | να ψεχτείς | ψέξου | ||
γ' ενικ. | ψέχτηκε | θα ψεχτεί | να ψεχτεί | |||
α' πληθ. | ψεχτήκαμε | θα ψεχτούμε | να ψεχτούμε | |||
β' πληθ. | ψεχτήκατε | θα ψεχτείτε | να ψεχτείτε | ψεχτείτε | ||
γ' πληθ. | ψέχτηκαν ψεχτήκαν(ε) |
θα ψεχτούν(ε) | να ψεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψεχτεί | είχα ψεχτεί | θα έχω ψεχτεί | να έχω ψεχτεί | ||
β' ενικ. | έχεις ψεχτεί | είχες ψεχτεί | θα έχεις ψεχτεί | να έχεις ψεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψεχτεί | είχε ψεχτεί | θα έχει ψεχτεί | να έχει ψεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψεχτεί | είχαμε ψεχτεί | θα έχουμε ψεχτεί | να έχουμε ψεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψεχτεί | είχατε ψεχτεί | θα έχετε ψεχτεί | να έχετε ψεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψεχτεί | είχαν ψεχτεί | θα έχουν ψεχτεί | να έχουν ψεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψέγω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψέγω | ψέγομαι |
Παρατατικός | ἔψεγον | |
Μέλλοντας | ψέξω | |
Αόριστος | ἔψεξα | |
Παρακείμενος | ἔψεγμαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψέγω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαψέγω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψέγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψέγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.