ψέκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψέκτης | οι | ψέκτες |
γενική | του | ψέκτη | των | ψεκτών |
αιτιατική | τον | ψέκτη | τους | ψέκτες |
κλητική | ψέκτη | ψέκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψέκτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψέκτης[1] < ψέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψέκτης αρσενικό (γενική & ψέκτου)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ψέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψέκτης | οἱ | ψέκται |
γενική | τοῦ | ψέκτου | τῶν | ψεκτῶν |
δοτική | τῷ | ψέκτῃ | τοῖς | ψέκταις |
αιτιατική | τὸν | ψέκτην | τοὺς | ψέκτᾱς |
κλητική ὦ! | ψέκτᾰ | ψέκται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψέκτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψέκταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψέκτης αρσενικό
- εκείνος που βρίσκει πταίσματα, ψεγάδια, που ψέγει, κατηγορεί
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Νόμοι, Pl.Lg.639c@perseus.tufts.edu
- [Ἀθηναῖος] τί δ᾽ ἐπαινέτην ἢ ψέκτην κοινωνίας ἡστινοσοῦν ᾗ πέφυκέν τε ἄρχων εἶναι μετ᾽ ἐκείνου τε ὠφέλιμός ἐστιν, ὁ δὲ μήτε ἑωρακὼς εἴη ποτ᾽ ὀρθῶς αὐτὴν αὑτῇ κοινωνοῦσαν μετ᾽ ἄρχοντος, ἀεὶ δὲ ἄναρχον ἢ μετὰ κακῶν ἀρχόντων συνοῦσαν;
- → λείπει η μετάφραση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψέγω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ψέκτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψέκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.