Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψεκτός η ψεκτή το ψεκτό
      γενική του ψεκτού της ψεκτής του ψεκτού
    αιτιατική τον ψεκτό την ψεκτή το ψεκτό
     κλητική ψεκτέ ψεκτή ψεκτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψεκτοί οι ψεκτές τα ψεκτά
      γενική των ψεκτών των ψεκτών των ψεκτών
    αιτιατική τους ψεκτούς τις ψεκτές τα ψεκτά
     κλητική ψεκτοί ψεκτές ψεκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψεκτός < ψέγω. Δείτε και τη σημασία του ψεκτέον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pseˈktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψε‐κτός

  Επίθετο επεξεργασία

ψεκτός,ή,ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψεκτός ψεκτή τὸ ψεκτόν
      γενική τοῦ ψεκτοῦ τῆς ψεκτῆς τοῦ ψεκτοῦ
      δοτική τῷ ψεκτ τῇ ψεκτ τῷ ψεκτ
    αιτιατική τὸν ψεκτόν τὴν ψεκτήν τὸ ψεκτόν
     κλητική ! ψεκτέ ψεκτή ψεκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψεκτοί αἱ ψεκταί τὰ ψεκτᾰ́
      γενική τῶν ψεκτῶν τῶν ψεκτῶν τῶν ψεκτῶν
      δοτική τοῖς ψεκτοῖς ταῖς ψεκταῖς τοῖς ψεκτοῖς
    αιτιατική τοὺς ψεκτούς τὰς ψεκτᾱ́ς τὰ ψεκτᾰ́
     κλητική ! ψεκτοί ψεκταί ψεκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψεκτώ τὼ ψεκτᾱ́ τὼ ψεκτώ
      γεν-δοτ τοῖν ψεκτοῖν τοῖν ψεκταῖν τοῖν ψεκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεκτός < (ψέγω) ψεκ- + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ψεκτός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα ψεκ-

  Πηγές επεξεργασία