ψεκτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ψεκτά < ψεκτός + -ά < αρχαία ελληνική ψέκτης < ψέγω
Επίρρημα επεξεργασία
ψεκτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψεκτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψεκτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψεκτό