Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλεονέχτης οι πλεονέχτες
      γενική του πλεονέχτη των πλεονεχτών
    αιτιατική τον πλεονέχτη τους πλεονέχτες
     κλητική πλεονέχτη πλεονέχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονέχτης < πλεονέκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονέχτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία