πλεονέχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλεονέχτης < πλεονέκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλεονέχτης αρσενικό
- → δείτε τη λέξη πλεονέκτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλεονέχτης
|