υπερόπτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπερόπτης | οι | υπερόπτες |
γενική | του | υπερόπτη | των | υπεροπτών |
αιτιατική | τον | υπερόπτη | τους | υπερόπτες |
κλητική | υπερόπτη | υπερόπτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερόπτης < αρχαία ελληνική ὑπερόπτης
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pɛ.ˈɾɔ.ptis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερόπτης αρσενικό ή θηλυκό
- το άτομο που πιστεύει ότι είναι ανώτερος από όλους και περιφρονεί τους γύρω του