Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπερόπτης < ὑπερορἀω (μέλλ. ὑπερόψομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπερόπτης αρσενικό

  1. αυτός που δείχνει περιφρόνηση για κάτι, που το καταφρονεί
  2. ο αλαζόνας