Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωνάρα οι ψωνάρες
      γενική της ψωνάρας
    αιτιατική την ψωνάρα τις ψωνάρες
     κλητική ψωνάρα ψωνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωνάρα < ψών(ιο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psoˈna.ɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωνάρα θηλυκό

  • (μειωτικό) μεγάλο ψώνιο (στη μεταφορική σημασία)
    ※  «Εσένα άκουγα τόσα χρόνια και βγάλαμε έναν αχάριστο, μια ψωνάρα κι έναν θεούσο ... Χαμένα λαχεία είσαστ' όλοι ! Τρία τράβηξα κι ούτε λήγοντα δεν πέτυχα» (Αλέξης Σταμάτης, Μητέρα στάχτη: μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2005, σελ. 65)

  Μεταφράσεις επεξεργασία