- ψωνισμένος < Παθητική μετοχή του ψωνίζω.
ψωνισμένος αρσενικό, ψωνισμένη θηλυκό, ψωνισμένο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) αυτός που έχει ψωνιστεί, ο αγορασμένος
- (μεταφορικά) υπερόπτης, αυτός που "την έχει ψωνίσει"
- (φιλικά) τρελάρας
ψωνισμένος
- αγγλικά : smug (en), self-satisfied (en), complacent (en), self-congratulatory, superior, puffed up, pleased with oneself, self-approving (en), well pleased (en), proud of oneself (en)· ανεπίσημα: goody-goody (en)· like the cat that's got the cream (en), I'm-all-right-Jack (en)· ανεπίσημο: wisenheimer (en)· χυδαίο: shit-eating (en), (φανταχτερός: bombast (en), hoity-toity (en), pretentious (en), highfalutin (en), self-important (en), pompous (en)• arrogant (en), egotistical (en)• arrogant (en), conceited (en), snotty (en), snob (en), (κυρίως για λόγο μα όχι μόνο): high-flown (en), stuck-up (en)• που αυτοπροβάλλεται ή παρουσιάζεται ως χλιδάτος: fancy-pants (en))
- γαλλικά : fêlé (fr), frappé (fr)
|