ψωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψωνισμένος < Παθητική μετοχή του ψωνίζω.
Μετοχή
επεξεργασία
ψωνισμένος αρσενικό, ψωνισμένη θηλυκό, ψωνισμένο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) αυτός που έχει ψωνιστεί, ο αγορασμένος
- (μεταφορικά) υπερόπτης, αυτός που "την έχει ψωνίσει"
- (φιλικά) τρελάρας
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψωνισμένος
|