↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωνισμένος η ψωνισμένη το ψωνισμένο
      γενική του ψωνισμένου της ψωνισμένης του ψωνισμένου
    αιτιατική τον ψωνισμένο την ψωνισμένη το ψωνισμένο
     κλητική ψωνισμένε ψωνισμένη ψωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωνισμένοι οι ψωνισμένες τα ψωνισμένα
      γενική των ψωνισμένων των ψωνισμένων των ψωνισμένων
    αιτιατική τους ψωνισμένους τις ψωνισμένες τα ψωνισμένα
     κλητική ψωνισμένοι ψωνισμένες ψωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωνισμένος < Παθητική μετοχή του ψωνίζω.

ψωνισμένος αρσενικό, ψωνισμένη θηλυκό, ψωνισμένο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) αυτός που έχει ψωνιστεί, ο αγορασμένος
  2. (μεταφορικά) υπερόπτης, αυτός που "την έχει ψωνίσει"
  3. (φιλικά) τρελάρας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία