Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός egotistical
συγκριτικός more egotistical
υπερθετικός most egotistical

  Ετυμολογία επεξεργασία

egotistical < egotistic + -al

  Επίθετο επεξεργασία

egotistical (en)

  1. εγωιστικός
    an egotistical view of the world - εγωιστική αντίληψη του κόσμου
     συνώνυμα: selfish, egocentric, egotistic, → και δείτε τη λέξη arrogant