ψωνισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ψωνισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ψωνισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ψωνισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψωνισμένος
ψωνισμένων