Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγορασμένος η αγορασμένη το αγορασμένο
      γενική του αγορασμένου της αγορασμένης του αγορασμένου
    αιτιατική τον αγορασμένο την αγορασμένη το αγορασμένο
     κλητική αγορασμένε αγορασμένη αγορασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγορασμένοι οι αγορασμένες τα αγορασμένα
      γενική των αγορασμένων των αγορασμένων των αγορασμένων
    αιτιατική τους αγορασμένους τις αγορασμένες τα αγορασμένα
     κλητική αγορασμένοι αγορασμένες αγορασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρα‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αγορασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία