Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψώνισμα τα ψωνίσματα
      γενική του ψωνίσματος των ψωνισμάτων
    αιτιατική το ψώνισμα τα ψωνίσματα
     κλητική ψώνισμα ψωνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψώνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψώνισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του ψωνίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία