Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • φανφάρα, υπεροπτική κενολογία, πομπώδης μα κενός λόγος
    Συνώνυμα: high-flown bombastic language
  • φλυαρία, πολυλογία• συνήθως χρησιμοποιείται όταν μιλάς θετικά για κάτι
  • φανφαρόνος
  • ψωνισμένος