conceited
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conceited |
συγκριτικός | more conceited |
υπερθετικός | most conceited |
Επίθετο
επεξεργασίαconceited (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 528. ISBN 9780194325684., λήμμα: ματαιόδοξος