↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερήφανος η υπερήφανη το υπερήφανο
      γενική του υπερήφανου της υπερήφανης του υπερήφανου
    αιτιατική τον υπερήφανο την υπερήφανη το υπερήφανο
     κλητική υπερήφανε υπερήφανη υπερήφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερήφανοι οι υπερήφανες τα υπερήφανα
      γενική των υπερήφανων των υπερήφανων των υπερήφανων
    αιτιατική τους υπερήφανους τις υπερήφανες τα υπερήφανα
     κλητική υπερήφανοι υπερήφανες υπερήφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερήφανος < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος < ὑπέρ + φαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peˈɾi.fa.nos/

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερήφανος, -η, -ο

  1. που έχει υπερηφάνεια, που δεν θέλει να τον μειώνουν, να τον υποτιμούν, να τον θίγουν, να του κάνουν παρατηρήσεις
    δεν θα δεχτεί ελεημοσύνη, είναι υπερήφανος άνθρωπος
  2. που αισθάνεται χαρά και τιμή για κάτι που έκανε ο ίδιος, τιμά και τιμάται ιδιαίτερα από κάτι
    είμαι υπερήφανος για τα παιδιά μου
  3. ο αλαζόνας, που υπερεκτιμά τον εαυτό του ή κάτι δικό του, που είναι εύθικτος και προσβάλλεται εύκολα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία