υπερεκτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερεκτιμώ < μεσαιωνική ελληνική υπερεκτιμώ < υπερ- + εκτιμώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.ktiˈmo/
Ρήμα
επεξεργασίαυπερεκτιμώ (παθητική φωνή: υπερεκτιμώμαι)
- αποδίδω σε κάποιον ή κάτι μεγαλύτερη αξία από αυτήν που πραγματικά έχει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- υπερεκτιμημένος
- υπερεκτίμηση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, εκτιμώ και τιμώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερεκτιμάω - υπερεκτιμώ | υπερεκτιμούσα | θα υπερεκτιμάω - υπερεκτιμώ | να υπερεκτιμάω - υπερεκτιμώ | υπερεκτιμώντας | |
β' ενικ. | υπερεκτιμάς | υπερεκτιμούσες | θα υπερεκτιμάς | να υπερεκτιμάς | υπερεκτίμα - υπερεκτίμαγε | |
γ' ενικ. | υπερεκτιμάει - υπερεκτιμά | υπερεκτιμούσε | θα υπερεκτιμάει - υπερεκτιμά | να υπερεκτιμάει - υπερεκτιμά | ||
α' πληθ. | υπερεκτιμάμε - υπερεκτιμούμε | υπερεκτιμούσαμε | θα υπερεκτιμάμε - υπερεκτιμούμε | να υπερεκτιμάμε - υπερεκτιμούμε | ||
β' πληθ. | υπερεκτιμάτε | υπερεκτιμούσατε | θα υπερεκτιμάτε | να υπερεκτιμάτε | υπερεκτιμάτε | |
γ' πληθ. | υπερεκτιμάν(ε) - υπερεκτιμούν(ε) | υπερεκτιμούσαν(ε) | θα υπερεκτιμάν(ε) - υπερεκτιμούν(ε) | να υπερεκτιμάν(ε) - υπερεκτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερεκτίμησα | θα υπερεκτιμήσω | να υπερεκτιμήσω | υπερεκτιμήσει | ||
β' ενικ. | υπερεκτίμησες | θα υπερεκτιμήσεις | να υπερεκτιμήσεις | υπερεκτίμα - υπερεκτίμησε | ||
γ' ενικ. | υπερεκτίμησε | θα υπερεκτιμήσει | να υπερεκτιμήσει | |||
α' πληθ. | υπερεκτιμήσαμε | θα υπερεκτιμήσουμε | να υπερεκτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | υπερεκτιμήσατε | θα υπερεκτιμήσετε | να υπερεκτιμήσετε | υπερεκτιμήστε | ||
γ' πληθ. | υπερεκτίμησαν υπερεκτιμήσαν(ε) |
θα υπερεκτιμήσουν(ε) | να υπερεκτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερεκτιμήσει | είχα υπερεκτιμήσει | θα έχω υπερεκτιμήσει | να έχω υπερεκτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερεκτιμήσει | είχες υπερεκτιμήσει | θα έχεις υπερεκτιμήσει | να έχεις υπερεκτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερεκτιμήσει | είχε υπερεκτιμήσει | θα έχει υπερεκτιμήσει | να έχει υπερεκτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερεκτιμήσει | είχαμε υπερεκτιμήσει | θα έχουμε υπερεκτιμήσει | να έχουμε υπερεκτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερεκτιμήσει | είχατε υπερεκτιμήσει | θα έχετε υπερεκτιμήσει | να έχετε υπερεκτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερεκτιμήσει | είχαν υπερεκτιμήσει | θα έχουν υπερεκτιμήσει | να έχουν υπερεκτιμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερεκτιμώ