υπερεκτίμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερεκτίμηση | οι | υπερεκτιμήσεις |
γενική | της | υπερεκτίμησης* | των | υπερεκτιμήσεων |
αιτιατική | την | υπερεκτίμηση | τις | υπερεκτιμήσεις |
κλητική | υπερεκτίμηση | υπερεκτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερεκτίμηση < υπερεκτιμη- ( < υπερεκτιμώ ) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾeˈkti.mi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερεκτίμηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερεκτιμώ
- το να εκτιμώ κάποιον υπερβολικά, πάνω απ’ ό,τι πρέπει, να τον σέβομαι εξαιρετικά, περισσότερο απ’ όσο πρέπει η αξίζει
- το να θεωρώ κάτι μεγαλύτερο (ή ανώτερο) απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υπερεκτιμώ, εκτιμώ και τιμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερεκτίμηση