υποτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποτιμώ < αρχαία ελληνική ὑποτιμῶ
Ρήμα
επεξεργασίαυποτιμώ (παθητική φωνή: υποτιμώμαι)
- αποδίδω σε κάποιον ή κάτι αξία μικρότερη από αυτήν που πραγματικά έχει
- (οικονομία) μειώνω τη συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος έναντι ξένων νομισμάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- υποτίμημα
- υποτίμηση
- υποτιμητικά
- υποτιμητικός
- → δείτε τις λέξεις υπό και τιμώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτιμώ | υποτιμούσα | θα υποτιμώ | να υποτιμώ | υποτιμώντας | |
β' ενικ. | υποτιμείς | υποτιμούσες | θα υποτιμείς | να υποτιμείς | (υποτίμει) | |
γ' ενικ. | υποτιμεί | υποτιμούσε | θα υποτιμεί | να υποτιμεί | ||
α' πληθ. | υποτιμούμε | υποτιμούσαμε | θα υποτιμούμε | να υποτιμούμε | ||
β' πληθ. | υποτιμείτε | υποτιμούσατε | θα υποτιμείτε | να υποτιμείτε | υποτιμείτε | |
γ' πληθ. | υποτιμούν(ε) | υποτιμούσαν(ε) | θα υποτιμούν(ε) | να υποτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποτίμησα | θα υποτιμήσω | να υποτιμήσω | υποτιμήσει | ||
β' ενικ. | υποτίμησες | θα υποτιμήσεις | να υποτιμήσεις | υποτίμησε | ||
γ' ενικ. | υποτίμησε | θα υποτιμήσει | να υποτιμήσει | |||
α' πληθ. | υποτιμήσαμε | θα υποτιμήσουμε | να υποτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | υποτιμήσατε | θα υποτιμήσετε | να υποτιμήσετε | υποτιμήστε | ||
γ' πληθ. | υποτίμησαν υποτιμήσαν(ε) |
θα υποτιμήσουν(ε) | να υποτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποτιμήσει | είχα υποτιμήσει | θα έχω υποτιμήσει | να έχω υποτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποτιμήσει | είχες υποτιμήσει | θα έχεις υποτιμήσει | να έχεις υποτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποτιμήσει | είχε υποτιμήσει | θα έχει υποτιμήσει | να έχει υποτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποτιμήσει | είχαμε υποτιμήσει | θα έχουμε υποτιμήσει | να έχουμε υποτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποτιμήσει | είχατε υποτιμήσει | θα έχετε υποτιμήσει | να έχετε υποτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποτιμήσει | είχαν υποτιμήσει | θα έχουν υποτιμήσει | να έχουν υποτιμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτιμώ
|