ισοτιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοτιμία < (ελληνιστική κοινή) ἰσοτιμία < ἴσος + τιμή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισοτιμία θηλυκό
- η ισότιμη σχέση σε πολιτικό, ηθικό ή άλλο επίπεδο
- (οικονομία) η ονομαστική αξιακή σχέση μεταξύ νομισμάτων διαφορετικών χωρών