υποτιμητικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποτιμητικός < υποτιμώ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υποτιμητικός, -ή, -ό
- που υποτιμά, που εκφράζεται με υποτίμηση ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποτιμητικός