Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερηφανεύομαι < ελληνιστική ὑπερηφανεύομαι < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος

υπερηφανεύομαι ή περηφανεύομαι

  • εκδηλώνω την περηφάνια μου για κάποιο προσόν ή επίτευγμά μου
συχνά υπερηφανεύεται για τις επιδόσεις του στα μαθήματα και αυτό τον κάνει αντιπαθή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία