proud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | proud |
συγκριτικός | prouder / more proud |
υπερθετικός | proudest / most proud |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαproud (en)
- υπερήφανος, περήφανος
- ⮡ She is proud of her children.
- Είναι περήφανη για τα παιδιά της.
- ⮡ I am proud of us for doing this./I am proud that we are doing this.
- Είμαι περήφανος που το κάνουμε αυτό.
- ⮡ She is proud of her children.