proud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | proud |
συγκριτικός | prouder / more proud |
υπερθετικός | proudest / most proud |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαproud (en)
- υπερήφανος, περήφανος, υπερηφανεύομαι, περηφανεύομαι
- ⮡ She is proud of her children.
- Είναι υπερήφανη/περήφανη για τα παιδιά της.
- ⮡ I am proud of us for doing this./I am proud that we are doing this.
- Είμαι περήφανος που το κάνουμε αυτό.
- ⮡ He’s proud of himself for being unbeaten in chess./He’s proud he is unbeaten in chess.
- Υπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι.
- ⮡ I am very proud of my success.
- Περηφανεύομαι πολύ για την επιτυχία μου.
- ⮡ I’m proud of myself for my skill as a pianist.
- Περηφανεύομαι για τη δεξιοτεχνία μου ως πιανίστας.
- ⮡ She is proud of her son.
- Περηφανεύεται για το γιο της.
- ⮡ She is proud of her children.