υπερήφανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερήφανα < υπερήφανος
Επίρρημα
επεξεργασίαυπερήφανα
- με υπερήφανο, περήφανο τρόπο, με υπερηφάνεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυπερήφανα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερήφανο