Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

τιμώμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος τιμώ
  2. έχω μια ορισμένη τιμή, κοστίζω

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία