Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός vain
συγκριτικός vainer / more vain
υπερθετικός vainest / most vain

vain (en)

  1. ματαιόδοξος
    ⮡  He is the most vain man I know.
    Είναι ο πιο ματαιόδοξος άνθρωπος που ξέρω.
     συνώνυμα: conceited, → και δείτε τη λέξη arrogant
  2. μάταιος
    ⮡  vain efforts - μάταιες προσπάθειες
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 528. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ματαιόδοξος, μάταιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɛ̃/
 
ομόηχα: vain, vains, vainc, vaincs, vin, vins, vingt, vingts, vint, vînt

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vain vains
θηλυκό vaine vaines

vain (fr)



  Επίρρημα

επεξεργασία

vain (fi)

Συνώνυμα

επεξεργασία