Ετυμολογία

επεξεργασία
vingt < vint < δημώδης λατινική vinti < viginti

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɛ̃/
 
ομόηχα: vain, vains, vainc, vaincs, vin, vins, vingt, vingts, vint, vînt

  Αριθμητικό

επεξεργασία

vingt (fr)

  • είκοσι
    Il a vingt ans. - Είναι είκοσι ετών.
    Vingt et un. - Εικοσιένα.
    Vingt-deux. - Εικοσιδύο.
    Quatre-vingts. (με 's'). - Ογδόντα (στη Γαλλία) (στο Βέλγιο λέγεται huitante).
    Quatre-vingt-deux. (χωρίς 's'). - Ογδόντα δύο.
    Quatre-vingt-dix. - Ενενήντα.

Σημειώσεις

επεξεργασία
Τα αριθμητικά που αρχίζουν με "vingt" παίρνουν παύλα:
vingt-deux, vingt-trois... vingt-neuf
εκτός από το:
vingt et un (το « et » παίρνει τη θέση της παύλας.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vingt (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία