vingt
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vingt < vint < δημώδης λατινική vinti < viginti
Προφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαvingt (fr)
- είκοσι
- Il a vingt ans. - Είναι είκοσι ετών.
- Vingt et un. - Εικοσιένα.
- Vingt-deux. - Εικοσιδύο.
- Quatre-vingts. (με 's'). - Ογδόντα (στη Γαλλία) (στο Βέλγιο λέγεται huitante).
- Quatre-vingt-deux. (χωρίς 's'). - Ογδόντα δύο.
- Quatre-vingt-dix. - Ενενήντα.
Σημειώσεις
επεξεργασία- Τα αριθμητικά που αρχίζουν με "vingt" παίρνουν παύλα:
- vingt-deux, vingt-trois... vingt-neuf
- εκτός από το:
- vingt et un (το « et » παίρνει τη θέση της παύλας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvingt (fr) αρσενικό