πλεονεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλεονεκτικότητα < πλεονεκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλεονεκτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος σε πλεονεκτική θέση, η ιδιότητα του πλεονεκτικού
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλεονεκτικότητα