→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέκτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέκτης αρσενικό

  • αυτός που λέει, ομιλών, ομιλητής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία