πλεονεκτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πλεονεκτέω / πλεονεκτῶ | πλεονεκτοῦμαι |
Παρατατικός | (ἐπλεονέκτεον) / ἐπλεονέκτουν | |
Μέλλοντας | πλεονεκτήσω | |
Αόριστος | ἐπλεονέκτησα | |
Παρακείμενος | πεπλεονέκτηκα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλεονεκτέω: → δείτε τη λέξη πλεονέκτης για τη σύνθεση με στοιχεία πλέον, ἔχω και για τις λέξεις πλεονέκτης, πλεονεξία, πλεονεκτέω
Ρήμα
επεξεργασίαπλεονεκτέω/πλεονεκτῶ
- είμαι άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας
- έχω ή απαιτώ περισσότερα από κάποιο πράγμα, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 39.2
- ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ᾽ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντ᾽ ἀφελομένη ἔχει·
- Η ολιγαρχία, ενώ κατανέμει τους κινδύνους σ᾽ όλο τον λαό, για τα ωφελήματα όχι μόνο παίρνει τα περισσότερα, αλλά τα κρατάει για τον εαυτό της, αφαιρώντας όλα από τον λαό.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ᾽ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντ᾽ ἀφελομένη ἔχει·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 39.2
- απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω
- έχω ή κερδίζω πλεονέκτημα πάνω από κάποιον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 349c
- Οὐκοῦν καὶ ἀδίκου γε ἀνθρώπου τε καὶ πράξεως ὁ ἄδικος πλεονεκτήσει καὶ ἁμιλλήσεται ὡς ἁπάντων πλεῖστον αὐτὸς λάβῃ;
- Ώστε λοιπόν θα θέλει να επικρατήσει και από έναν άλλον άδικο στην αδικία και θα βάλει τα δυνατά του, για να έχει αυτός περισσότερα από όλους τους άλλους;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οὐκοῦν καὶ ἀδίκου γε ἀνθρώπου τε καὶ πράξεως ὁ ἄδικος πλεονεκτήσει καὶ ἁμιλλήσεται ὡς ἁπάντων πλεῖστον αὐτὸς λάβῃ;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 349c
- εξαπατώ, λαμβάνω με απάτη
- (στην παθητική φωνή) εξαπατώμαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλεονέκτης & πλέον, ἔχω
Πηγές
επεξεργασία- πλεονεκτέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πλεονεκτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλεονεκτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.