παλιότερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλιότερα < συγκριτικός βαθμός του παλιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈʎo.te.ɾa/
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλιότερα και παλαιότερα
- πιο παλιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαλιότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παλιότερος