πλειονότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλειονότης | αἱ | πλειονότητες | ||||
γενική | τῆς | πλειονότητος | τῶν | πλειονοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πλειονότητῐ | ταῖς | πλειονότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πλειονότητᾰ | τὰς | πλειονότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πλειονότης | πλειονότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλειονότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πλειονοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλειονότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλεῖον, ουδέτερο του πλείων + -ότης [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλειονότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πλειονότητα
- άλλες μορφές: πλεονότης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πλειονότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.