πλειοψηφών
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλειοψηφών & πλειοψηφούντας |
η | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
γενική | του | πλειοψηφούντος & πλειοψηφούντα |
της | πλειοψηφούσας & πλειοψηφούσης* |
του | πλειοψηφούντος |
αιτιατική | τον | πλειοψηφούντα | την | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
κλητική | πλειοψηφών & πλειοψηφούντα |
πλειοψηφούσα | πλειοψηφούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλειοψηφούντες | οι | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
γενική | των | πλειοψηφούντων | των | πλειοψηφουσών | των | πλειοψηφούντων |
αιτιατική | τους | πλειοψηφούντες | τις | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
κλητική | πλειοψηφούντες | πλειοψηφούσες | πλειοψηφούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
πλειοψηφών, -ούσα, -ούν
- (λόγιο) που κατέχει την πλειοψηφία, που παίρνει τις περισσότερες ψήφους
- ↪ η πλειοψηφούσα παράταξη / πρόταση
- ↪ πλειοψηφών συνδυασμός
- ↪ τα πλειοψηφούντα σωματεία στην ομοσπονδία
- ↪ το πλειοψηφούν κόμμα γίνεται συνήθως το κυβερνών κόμμα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πλειοψηφών