Ετυμολογία

επεξεργασία
plimulto < plimult + -o

Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική plimultoplimultoj
αιτιατική plimultonplimultojn

plimulto (eo)

lia partio perdis plimulton
το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία