ενικός         πληθυντικός  
pli plis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pli/
 
ομόηχα: plis (πληθυντικός) & οι ρηματικοί τύποι plie, plies, plient

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pli (fr) αρσενικό

  1. η πτυχή
  2. η πιέτα

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη plier



  Επίρρημα

επεξεργασία

pli (eo)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • pli malpli: πάνω κάτω
    ĝi daŭros pli malpli ses monatojn, θα διαρκέσει πάνω κάτω έξι μήνες
  • pli da: περισσότεροι/ες/α
    por pli da informoj, bonvolu mesaĝi al..., για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα σε...

Αντώνυμα

επεξεργασία