πάνω κάτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπάνω κάτω
- (κυριολεκτικά) πάνω και μετά κάτω κατ' εξακολούθηση, με μεγάλη συχνότητα ή νευρωτικά
- όλη την ώρα πάει πάνω κάτω και δεν λέει να κάτσει ήσυχα
- περίπου
- περίγραψέ μου τι θες να κάνεις πάνω κάτω
- ουσιαστικά, τελικά, δηλαδή, με λίγα λόγια, λίγο πολύ, ούτε λίγο, ούτε πολύ
- πάνω κάτω μου λες ότι θες να σου κάνω μείωση στο νοίκι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά
περίπου
ουσιαστικά
→ δείτε τη λέξη ουσιαστικά |