νεωτερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεωτερισμός < αρχαία ελληνική νεωτερισμός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nouveauté)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.o.te.ɾiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεωτερισμός αρσενικό
- η εισαγωγή και υιοθέτηση οποιουδήποτε καινούριου πράγματος (ιδέα, τρόπος συμπεριφοράς, τεχνική, προϊόν, μέθοδος κ.λπ.)
- (ειδικότερα) η τάση που εμφανίζεται κάθε φορά στο χώρο της ένδυσης
- πληθυντικός (συνεκδοχικά) κατάστημα με ρούχα
- ※ Ξαναπήγε στη βιτρίνα των νεωτερισμών και ξανακοίταξε το πουλόβερ. (Ελένη Λαδιά, Διαδρομή)