συντηρητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντηρητικότητα < συντηρητικός + -ότης/-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντηρητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συντηρητικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντηρητικότητα
|