αναχρονισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναχρονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anachronisme[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.xɾo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐χρο‐νι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναχρονισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) η μεταφορά ενός πολιτισμικού στοιχείου που χαρακτηρίζει μια ιστορική περίοδο σε αφήγηση που αναφέρεται σε μιαν άλλη εποχή
- ↪ η αναφορά στο σίδηρο σε διάφορα σημεία της Ιλιάδας αποτελεί έναν αναχρονισμό, εφόσον ο σίδηρος ήταν γνωστός στην εποχή που συντέθηκε το έπος, όχι όμως και στη μυκηναϊκή εποχή, στην οποία αναφέρεται
- η διατήρηση ή επαναφορά στη χρήση ενός στοιχείου που θεωρείται πια ξεπερασμένο
- ↪ η θανατική ποινή για πολλούς αποτελεί έναν απαράδεκτο αναχρονισμό
Επεξεργασία
- αναχρονιστικός
- εκσυγχρονισμός
- ετεροχρονισμός
- συγχρονισμός
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναχρονισμός
Επεξεργασία
- ↑ «αναχρονισμός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.