Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.kʁɔ.nism/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anachronisme anachronismes

anachronisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anachronisme (nl)