ετεροχρονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροχρονισμός < ετεροχρονίζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροχρονισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ετεροχρονίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροχρονισμός
|
ετεροχρονισμός αρσενικό
|