↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναχρονιστικός η αναχρονιστική το αναχρονιστικό
      γενική του αναχρονιστικού της αναχρονιστικής του αναχρονιστικού
    αιτιατική τον αναχρονιστικό την αναχρονιστική το αναχρονιστικό
     κλητική αναχρονιστικέ αναχρονιστική αναχρονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναχρονιστικοί οι αναχρονιστικές τα αναχρονιστικά
      γενική των αναχρονιστικών των αναχρονιστικών των αναχρονιστικών
    αιτιατική τους αναχρονιστικούς τις αναχρονιστικές τα αναχρονιστικά
     κλητική αναχρονιστικοί αναχρονιστικές αναχρονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναχρονιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anachronistic < anachronism < ανά + χρόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

αναχρονιστικός -ή -ό

  1. που περιέχει έναν αναχρονισμό
  2. που ακολουθεί το πνεύμα και τις συνήθειες μιας άλλης εποχής
     συνώνυμα: οπισθοδρομικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία