αναχρονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναχρονιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anachronistic < anachronism < ανά + χρόνος
Επίθετο
επεξεργασίααναχρονιστικός -ή -ό
- που περιέχει έναν αναχρονισμό
- που ακολουθεί το πνεύμα και τις συνήθειες μιας άλλης εποχής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναχρονιστικός