ანაქრონიზმი
Γεωργιανά (ka) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ანაქრონიზმი < λατινική anachronismus < αρχαία ελληνική ἀναχρονισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anakʰɾonizmi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ანაქრონიზმი (ka) (anakronizmi)
ანაქრონიზმი (ka) (anakronizmi)