καινοτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καινοτομία < (ελληνιστική κοινή) καινοτομία < αρχαία ελληνική καινοτόμος < καινός + τέμνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.no.toˈmi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καινοτομία θηλυκό
- ενέργεια ή κατασκευή αυτού που καινοτομεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καινοτόμος, καινός και τέμνω