ενικός         πληθυντικός  
innovation innovations

Ουσιαστικό

επεξεργασία

innovation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η καινοτομία, η ενέργεια του καινοτομώ
      Collaboration between the two companies led to significant innovation.
    Η σύμπραξη των δύο εταιρειών οδήγησε σε σημαντική καινοτομία.
  2. η καινοτομία, η κατασκευή αυτού που καινοτομεί
      It is one of the most important innovations of our time.
    Είναι μία από τις πιο σημαντικές καινοτομίες της εποχής μας.
      ενικός         πληθυντικός  
innovation innovations

Ουσιαστικό

επεξεργασία

innovation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη innover