innovation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinnovation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
innovation | innovations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinnovation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη innover
innovation (en)
ενικός | πληθυντικός |
innovation | innovations |
innovation (fr) θηλυκό