τουρκο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuɾ.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τουρ‐κο-
Πρόθημα επεξεργασία
τουρκο- ή τουρκό-
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα τουρκο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα τουρκό- στο Βικιλεξικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
τουρκο- (συνήθως με κεφαλαίο: Τουρκο-)
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει τουρκική σχέση ή καταγωγή όπως ορίζει το πρώτο συνθετικό
- τουρκοκάραβος (αρσενικό)
- Τουρκοκαλόγηρος
- Τουρκογενής