Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουρκο-
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πρόθημα
1.2.1
Σύνθετα
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τουρκο-
<
Τούρκος
Πρόθημα
Επεξεργασία
τουρκο-
πρώτο
συνθετικό
λέξεων
που δηλώνει:
τούρκικη προέλευση ή κάτι σχετικό με την
Τουρκία
(
υβριστικό
)
σκληρό
ή
βάρβαρο
άνθρωπο
Σύνθετα
Επεξεργασία
τουρκο
γενής
τουρκό
γερος
τουρκο
γύφτισσα
τουρκό
γυφτος
τουρκο
κρατία
τουρκο
κρατούμαι
τουρκο
λογία
τουρκο
λογιά
τουρκο
λόγος
τουρκο
λόι
τουρκο
μαθής
τουρκο
μάνι
τουρκο
μερίτης
τουρκο
μερίτικος
τουρκο
πατημένος
τουρκό
πιασμα
τουρκο
πούλα
τουρκό
πουλο
τουρκό
σπερμα
τουρκό
σπορος
τουρκο
τέλι
τουρκο
φάγος
τουρκό
φιλος
τουρκό
φωνος