• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τουρκο-

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πρόθημα
      • 1.2.1 Σύνθετα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τουρκο- < Τούρκος

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

τουρκο-

  • πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει:
    1. τούρκικη προέλευση ή κάτι σχετικό με την Τουρκία
    2. (υβριστικό) σκληρό ή βάρβαρο άνθρωπο

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • τουρκογενής
  • τουρκόγερος
  • τουρκογύφτισσα
  • τουρκόγυφτος
  • τουρκοκρατία
  • τουρκοκρατούμαι
  • τουρκολογία
  • τουρκολογιά
  • τουρκολόγος
  • τουρκολόι
  • τουρκομαθής
  • τουρκομάνι
  • τουρκομερίτης
  • τουρκομερίτικος
  • τουρκοπατημένος
  • τουρκόπιασμα
  • τουρκοπούλα
  • τουρκόπουλο
  • τουρκόσπερμα
  • τουρκόσπορος
  • τουρκοτέλι
  • τουρκοφάγος
  • τουρκόφιλος
  • τουρκόφωνος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τουρκο-&oldid=3125285"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Μαΐου 2013, στις 10:35
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Μαΐου 2013, στις 10:35.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie