Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκόσπορος οι τουρκόσποροι
      γενική του τουρκόσπορου των τουρκόσπορων
    αιτιατική τον τουρκόσπορο τους τουρκόσπορους
     κλητική τουρκόσπορε τουρκόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκόσπορος < Τούρκος + σπόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκόσπορος αρσενικό

  • γεννημένος από Τούρκο (μουσουλμάνο) πατέρα και χριστιανή μητέρα, ή αντίστροφα.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία