τουρκόσπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκόσπορος αρσενικό
- γεννημένος από Τούρκο (μουσουλμάνο) πατέρα και χριστιανή μητέρα, ή αντίστροφα.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκόσπορος
|